Οι «Βάκχες», το πιο ανατριχιαστικό ίσως έργο από όσα μας έχουν σωθεί, είναι από τις τελευταίες τραγωδίες του ποιητή και γράφτηκε κατά την παραμονή του στη Μακεδονία (408-406 π.Χ.), μαζί με την «Ιφιγένεια εν Αύλίδι» και τον «Άλκμαίωνα εν Κορίνθω» (έργο χαμένο για μας). Διδάχτηκε όμως στην Αθήνα μετά το θάνατο του Ευριπίδη, ίσως το 405 π.Χ., από το γιο ή ανεψιό του, Ευριπίδη κι αυτόν, αποσπώντας μάλιστα και πρώτο βραβείο, όπως και η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», βραβείο τόσο σπάνιο για τον ποιητή όσο ζούσε ο ίδιος.
Αν και η γένεση της τραγωδίας προήλθε από τη Διονυσιακή λατρεία, το έργο αυτό είναι το μόνο που μας σώθηκε με διονυσιακό περιεχόμενο. Τον ίδιο μύθο είχε πραγματευθεί και ο Αισχύλος σε μια τετραλογία του που περιείχε έναν «Πενθέα», δράμα για το οποίο δε γνωρίζομε σχεδόν τίποτα. Μια άλλη τετραλογία του Αισχύλου, η «Λυκούργεια», περιείχε την αντίσταση στη διονυσιακή λατρεία και την τιμωρία του ομώνυμου βασιλιά της Θράκης. Πιθανόν πολλά μοτίβα των «Βακχών», να είχαν το πρότυπο τους σ' αυτές τις τετραλογίες του Αισχύλου.
Στον Πρόλογο ο Διόνυσος εμφανίζεται με τη μορφή ενός θηλυπρεπούς νεαρού λάτρη του από τη Λυδία, για να πραγματοποιήσει προφανώς ευχερέστερα την εκδίκηση που σχεδιάζει σ' αυτούς που αντιστέκονται στη λατρεία του. Μιλάει για τις περιπλανήσεις του ανά την Ασία και την άφιξη του στην πρώτη ελληνική πόλη, τη Θήβα, εκεί όπου γεννήθηκε ο ίδιος και βρίσκεται ο τάφος της κεραυνόπληκτης μητέρας του, της Σεμέλης. Συνεχίζει ύστερα με τη βακχική μανία που ενέβαλε στις αδελφές της μάνας του, για να τις τιμωρήσει, αφού τόλμησαν να αμφισβητήσουν τη θεϊκή καταγωγή του, αλλά και σε όλες τις γυναίκες της Θήβας, και τις έστειλε αλλοπαρμένες στα βουνά. (Παρά την πρόθεση για τιμωρία όμως οι γυναίκες αυτές βρίσκονται σε απόλυτη αγαλλίαση και ευδαιμονία μέσα στα θαυμαστά αγαθά της φύσης και ο ίδιος ο θεός που τις τιμώρησε γίνεται ο προστάτης τους, όταν ο Πενθέας, ο βασιλιάς της Θήβας, αποφασίζει να στείλει ενόπλους εναντίον τους. Εδώ φαίνεται όλη η αντιφατικότητα της διονυσιακής έκστασης.)
Στο τέλος του Προλόγου ο θεός, με τη μορφή πάντα του νεαρού λάτρη του, καλεί τις γυναίκες που τον ακολούθησαν από την Ασία και εδώ αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, να χτυπήσουν τα φρυγικά τους τύμπανα μπροστά στο παλάτι του Πενθέα, για να ακουστούν στην πόλη των Καδμείων, και ο ίδιος δηλώνει πως θα πάει στον Κιθαιρώνα, για να πάρει μέρος στους χορούς των Βακχών.
Στην Πάροδο ο Χορός, που βρίσκεται πάντα σε άμεση σχέση με το περιεχόμενο του δράματος, υμνεί το Διόνυσο με τη διπλή γέννηση, από τα σπλάχνα της κεραυνόπληκτης Σεμέλης και από το μηρό του Δία, μακαρίζει τους μύστες που αφιερώνουν τη ζωή τους στο θεό και καλεί σύσσωμη τη Θήβα να τρέξει στα βουνά και να πάρει μέρος στην οργιαστική λατρεία, εγκωμιάζοντας τη βακχική έκσταση με όλα τα σχετικά στοιχεία της, από την ορειβασία και την περιπλάνηση ως την ωμοφαγία και το καταβρόχθισμα της σάρκας του ζώου, «όπου κατοικεί η δύναμη του θεού».
Το Α' Επεισόδιο περιλαμβάνει μια σκηνή ανάμεσα στον Τειρεσία, τον Κάδμο και τον Πενθέα. Ο τυφλός μάντης έρχεται μόνος μπροστά στο παλάτι -με την επενέργεια του θεού προφανώς- φορώντας νεβρίδα και στεφάνι και κρατώντας το θύρσο, τη χαρακτηριστική σκευή των μυστών, για να προσκαλέσει τον Κάδμο να πάρουν μέρος κι αυτοί στη διονυσιακή λατρεία των Βακχών, σύμφωνα με την παράδοση των προγόνων, πανάρχαια όσο και ο χρόνος, όπως δηλώνει, παρά το γεγονός ότι η λατρεία αυτή φαίνεται πως τώρα μόλις έχει φτάσει στη Θήβα. Ο Τειρεσίας όμως είναι σοφός και γνωρίζει καλύτερα από τους σοφιστικούς υπαινιγμούς τη βαθιά θρησκευτική παράδοση του τόπου. Ο Κάδμος, που διακατέχεται από την ίδια διάθεση, είναι έτοιμος να πάρει το δρόμο για τα βουνά με τον Τειρεσία, για να συμμετάσχουν κι αυτοί στη λατρεία του θεού.
Η εμφάνιση των δυο υπέργηρων θιασωτών, που η αδυναμία τους βρίσκεται σε τέλεια αντίθεση με το βακχικό ενθουσιασμό τους, μπορεί να αγγίζει τα όρια του κωμικού, όπως τονίστηκε από πολλούς, όμως αποτελεί στοιχείο αποφασιστικό προκειμένου να εμπλουτιστεί η εικόνα της καταλυτικής δύναμης του θεού, όπως εκφράστηκε στην Πάροδο.
Ο Κάδμος, ανακοινώνοντας στον τυφλό μάντη την άφιξη του εγγονού του Πενθέα, φορέα της εξουσίας, προετοιμάζει τον επόμενο «αγώνα λόγων». Στη ρήση του Πενθέα ξεσπάει η δυσφορία και η οργή του για τη βακχική επιδημία που έχει πλήξει τις γυναίκες της πόλης, μερικές από τις οποίες έχει ήδη συλλάβει και φυλακίσει, και δηλώνει πως σκοπεύει τώρα να ασχοληθεί και με τον «ξένο» που διαδίδει την τρελή λατρεία -διαστρεβλώνει μάλιστα και την πραγματικότητα κατηγορώντας τον ότι άρπαξε τις γυναίκες από την πόλη, για να χαρεί την ακολασία της Αφροδίτης.
Όταν ύστερα από αρκετή ώρα αντιλαμβάνεται την παρουσία των δύο γερόντων, ερεθίζεται με την αλλόκοτη εμφάνισή τους και κατηγορεί τον Τειρεσία ότι «για να γεμίσει την τσέπη του» έγινε οπαδός του Διονυσιασμού. Απαντώντας ο Τειρεσίας υπερασπίζεται το Διόνυσο, που προσφέρει στους ανθρώπους το μοναδικό παυσίλυπο υγρό του κλήματος -πλάι στη Δήμητρα που παρέχει τη στεγνή τροφή- και χαρίζει τη μαντεία και την πολεμική δύναμη. Τέλος επιχειρεί μια ανασκευή του μύθου για τη γέννηση του θεού από το μηρό του Δία και, απηχώντας τάσεις της εποχής για τα σχετικά προβλήματα, λέει πως ο Δίας τύλιξε το γόνο του με τον αιθέρα, για να τον προφυλάξει από την οργή της Ήρας, και από την ομηρία του στην Ήρα προήλθε ο μύθος για τη γέννησή του από το μηρό του Δία!
Από τη μεριά του ο Κάδμος προσπαθεί να προσηλυτίσει τον εγγονό του στην καινούρια λατρεία, για να αποφύγει τη μοιραία σύγκρουση με την υπερδύναμη του θεού. Οργισμένος πάντα ο Πενθέας απειλεί πως θα καταστρέψει τη μαντική έδρα του Τειρεσία για τιμωρία του και θα συλλάβει τον «ξένο», που ξεσηκώνει τις γυναίκες, και θα τον τιμωρήσει με λιθοβολισμό. Ο Τειρεσίας καταγγέλλει την παραφροσύνη του βασιλιά και ετοιμάζεται να πάρει το δρόμο για τον Κιθαιρώνα μαζί με τον Κάδμο.
Στο 1ο Στάσιμο με τα δυο στροφικά ζεύγη ο Χορός εγκωμιάζει την ευφρόσυνη απελευθέρωση μέσα στη διονυσιακή έκσταση, αλλά και τη μετρημένη ψυχική γαλήνη που χαρίζει ο θεός στους ανθρώπους, πλούσιους και φτωχούς, με τα πολύτιμα δώρα του.
Στο Β' σύντομο Επεισόδιο ένας δούλος, φανερά εντυπωσιασμένος, διηγείται στον Πενθέα πώς πιάσανε τον «ξένο», χωρίς να προβάλει καμιά αντίσταση, και πώς έπεσαν οι αλυσίδες από τις φυλακισμένες Βάκχες, που τρέχουν πάλι ελεύθερες στα λιβάδια χοροπηδώντας. Αληθινά θαύματα! Ύστερα ο Πενθέας, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει απορίες του, σε μια στιχομυθία ανακρίνει τον «ξένο», που απαντάει ατάραχος με αοριστίες και υπεκφυγές, και τέλος δίνει διαταγή να τον φυλακίσουν απειλώντας και τις γυναίκες του Χορού πως θα τις πουλήσει στα ξένα ή θα τις υποχρεώσει να υπηρετούν ως σκλάβες.
Στο 2ο Στάσιμο ο Χορός, με αφορμή τη σύλληψη του αρχηγού του, καλεί πρώτα τη Δίρκη, που δέχτηκε το βρέφος του Δία, να αντιδράσει καταγγέλλει τη βαρβαρότητα του Πενθέα και παρακαλεί το Διόνυσο να έρθει να βοηθήσει, αφήνοντας τα αγαπημένα του μέρη, όπως η Πιερία. (Εδώ η αναφορά στην Πιερία μας θυμίζει ότι ο Ευριπίδης έγραψε το έργο αυτό στη Μακεδονία.)
Το εκτενές Γ' επεισόδιο αποτελεί το επιβλητικό κέντρο του δράματος που το συνθέτουν τρία μέρη. Σε μια πρώτη λυρική σκηνή του αρχικού μέρους ο Διόνυσος άκουσε την επίκληση του Χορού και μέσα από το παλάτι αντηχεί η φωνή του, που καλεί το σεισμό και τον κεραυνό να χτυπήσουν τον οίκο του Πενθέα. Ο Χορός βλέπει να τραντάζεται το επιστύλιο και φλόγες να ανεβαίνουν από τον τάφο της Σεμέλης και πέφτει έντρομος στη γη. Είναι γεγονός ότι η φλόγα σιγόκαιγε μόνιμα στον τάφο της μητέρας του Διόνυσου, οι ρωγμές όμως και το σώριασμα του παλατιού σε ερείπια, κατά τη γνώμη πολλών μελετητών, πρέπει να αποδοθεί σε μια ομαδική παράκρουση του Χορού, που προκλήθηκε από υποβολή.
Στη δεύτερη σκηνή του ίδιου μέρους παρουσιάζεται ο Διόνυσος με τη μορφή του «ξένου» και αφηγείται τα όσα θαυμαστά έγιναν μέσα στο παλάτι: Πώς ο Πενθέας έδεσε αντίς γι' αυτόν έναν ταύρο, πώς ο θεός τράνταξε το παλάτι και δυνάμωσε τις φλόγες της πυράς και πώς ο βασιλιάς βρίσκεται τώρα αμήχανος μέσα στην αυλή του γκρεμισμένου σπιτιού του.
Στην τρίτη σκηνή του πρώτου πάντα μέρους ορμάει από το παλάτι ο Πενθέας και βλέπει κατάπληκτος τον «ξένο» ελεύθερο. Στη σύντομη στιχομυθία τους δεν προλαβαίνει να διευκρινίσει τι πρόκειται να κάνει, γιατί εμφανίζεται ένας Αγγελιοφόρος, που καλύπτει με τη ρήση του το δεύτερο μέρος αυτού του Επεισοδίου. Στην αγγελική αυτή ρήση, όπως και στη δεύτερη που θα ακολουθήσει, η επική τέχνη του ποιητή φτάνει στο αποκορύφωμα της. «Το θαύμα της διονυσιακής έκστασης και, κυρίως, η αντιφατική φύση της λατρείας αποδίδονται με την αμεσότητα μιας συγκλονιστικής εμπειρίας», σημειώνει ο Lesky.
Όταν οι βοσκοί με την ανατολή του ηλίου οδηγούν τα κοπάδια τους στο βουνό, αντικρίζουν τρεις θιάσους των γυναικών με επικεφαλής την Αγαύη, την Ινώ και την Αντονόη, τις κόρες του Κάδμου, να κοιμούνται ήρεμα. Όταν ξυπνούν, ξεδιπλώνονται εικόνες βαθύτατης οικείωσης με τη φύση: Φίδια γλείφουν τα μάγουλά τους, ζαρκάδια θηλάζουν τους μαστούς τους, νερό, γάλα και μέλι πετιούνται από τους βράχους και το χώμα στο χτύπημα των γυναικών. Ενώ οι βοσκοί εντυπωσιασμένοι σχολιάζουν το ειδυλλιακό θέαμα, ένας «αγύρτης αθυρόστομος» προτείνει να συλλάβουν την Αγαύη, για να προσφέρουν εκδούλευση στο βασιλιά τους. Όταν το επιχειρούν, εξαγριωμένες οι μαινάδες ορμούν και κατασπαράζουν τα κοπάδια, ξεχύνονται στα χωριά και στους κάμπους και κυνηγούν με τους θύρσους τους οπλισμένους άνδρες που αντιστέκονται, και ύστερα άτρωτες οι ίδιες επιστρέφουν στη γαλήνη της φύσης, από όπου τις είχε αποσπάσει η αδιάκριτη περιέργεια των βοσκών. Η αφήγηση του Αγγελιοφόρου τελειώνει με μια τρίτη και τελευταία σύσταση στο βασιλιά να δεχτεί αυτόν τον παντοδύναμο θεό και να μην τον μάχεται αστόχαστα.
Στο τρίτο μέρος του κεντρικού αυτού Επεισοδίου προετοιμάζεται η τροπή για την καταστροφή του θεομάχου Πενθέα και το θρίαμβο του ακαταμάχητου θεού. Στην αρχή ο βασιλιάς ξεσπάει σε άγριες απειλές πως θα αντιμετωπίσει τις έξαλλες γυναίκες με πλήρη στρατιωτικό εξοπλισμό, εντελώς ανεπηρέαστος από τα θαύματα που του αφηγήθηκε ο Αγγελιοφόρος και παρά την προειδοποίηση του «ξένου» πως ο Βρόμιος δε θα ανεχθεί μια τέτοια επίθεση εναντίον των Βακχών του.
Η οργή του Πενθέα μεταστρέφεται μόνο όταν ο «ξένος» τον ρωτάει αν θα ήθελε να δει τις γυναίκες συγκεντρωμένες στο βουνό. Πολλές θεωρίες διατυπώθηκαν, για να δικαιολογήσουν αυτήν την αναπάντεχη μεταστροφή, με πιο πειστική την άποψη ότι εδώ κυριαρχεί η επενέργεια του θεού, που μεθοδεύει το σκοπό του οδηγώντας τον άνθρωπο στην παραφροσύνη. Ο «ξένος» μάλιστα του προτείνει να ντυθεί με τη χαρακτηριστική σκευή των μαινάδων, για να μπορέσει απρόσκοπτα να κατασκοπεύσει τις Βάκχες στο βουνό. Έτσι τα πράγματα οδηγούνται μέχρι την πλήρη εξολόθρευση του Πενθέα.
Στο 3ο Στάσιμο, με την εξαίρετη ποιητική χάρη, ο Χορός καμαρώνει το χαριτωμένο ζαρκάδι, που ξεφεύγει τα σκυλιά των κυνηγών και τρελό από τη χαρά του γυροφέρνει στους κάμπους και στα δάση, εγκωμιάζει την ακατάλυτη δύναμη του θείου μέσα στο χρόνο που τιμωρεί όσους τυφλούς δεν τη βλέπουν, αποφαίνεται με σιγουριά ότι σοφία είναι «η νίκη πάνω στα κεφάλια των εχθρών» και μακαρίζει όσους ζουν το σήμερα με χαρά και ηδονή.
Στο σύντομο Δ' Επεισόδιο ο Διόνυσος υποδέχεται έναν Πενθέα, ντυμένον πια με τη στολή της Βάκχας, σε πλήρη παράκρουση κάτω από τη θεία επενέργεια: Βλέπει διπλό τον ήλιο, διπλή τη Θήβα, το θεό ως ταύρο, και νιώθει πως μπορεί να σηκώσει στις πλάτες του τον Κιθαιρώνα! Ο θεός, με τη μορφή του «ξένου» πάντα, σαρκάζοντας επιμελείται τις λεπτομέρειες της στολής του και του υπόσχεται πως θα επιστρέψει στα χέρια της μητέρας του, ακριβώς όπως θα συμβεί στην έσχατη κορύφωση της φρίκης...
Στο 4ο Στάσιμο ο Χορός καλεί το θεό και όλες τις θεϊκές δυνάμεις να τιμωρήσουν επάξια τον ανόσιο θεομάχο, προοικονομώντας την αγγελική ρήση με την ανατριχιαστική μοίρα του Πενθέα, και επανέρχεται στο γνωστό μοτίβο ότι μόνο η ευλαβική ολιγάρκεια προστατεύει την ανθρώπινη ευτυχία.
Η Έξοδος αρχίζει με μια αριστουργηματική πάλι αγγελική ρήση, που περιγράφει στην αρχή την ήρεμη και ευφρόσυνη βακχική δραστηριότητα στα βουνά, ώσπου ο «ξένος» με θαυμαστή ευχέρεια λυγίζει ένα κλαδί πεύκου και εκσφενδονίζει τον Πενθέα στην κορφή του, για να παρακολουθήσει από εκεί καλύτερα τα καμώματα των Μαινάδων. Ύστερα εξαφανίζεται και ακούγεται στον αιθέρα η φωνή του θεού, συνοδευμένη μάλιστα και με μια αστραπή, που παραδίδει τον Πενθέα στην εκδικητική μανία των Βακχών. Εκείνες ξεριζώνοντας το δέντρο ορμούν απάνω του και, παρά τις παρακλήσεις του προς τη μάνα του να τον λυπηθεί, τον κατασπαράζουν άγρια.
Η Αγαύη έχει μπήξει το κεφάλι του στο θύρσο της ως τρόπαιο και τρέχει μόνη της κατά την πόλη να τον επιδείξει, ενώ οι αδελφές της με τις άλλες μαινάδες παραμένουν στο βουνό.
Πριν από την ανατριχιαστική είσοδο στη σκηνή της Αγαύης ο Χορός σε μια σύντομη στροφή αλαλάζει για την πραγματοποίηση της εκδίκησης του θεού, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποφύγει και τη φρίκη του για την παραφροσύνη της μάνας, που κουβαλάει περήφανη το κεφάλι του γιου της ως έπαθλο, νομίζοντας πως πρόκειται για το κεφάλι μικρού λιονταριού! Με την είσοδο της Αγαύης κορυφώνεται η φρίκη, και ο Χορός ακόμα συνειδητοποιεί την τραγική δυστυχία της μάνας, όταν αυτή καλεί ολόκληρη τη Θήβα να καμαρώσει το θρίαμβο της!
Όταν καταφθάνει στη σκηνή και ο Κάδμος με τα σπαραγμένα μέλη του Πενθέα, που με πολύν κόπο περισυνέλεξε στον Κιθαιρώνα, με κατάλληλες -ψυχιατρικές σχεδόν- ερωτήσεις προκαλεί σιγά σιγά την αφύπνιση της Αγαύης, που συνειδητοποιεί επιτέλους τι έχει γίνει και καταλαβαίνει την απάνθρωπη εκδίκηση του Διονύσου, που την οδηγεί σε άκρα απόγνωση. Ο Κάδμος ξεσπάει σε γοερό θρήνο για εγγονό του με τόνους μοναδικής τρυφερότητας, όπως συμβαίνει συχνά μόνο στον Ευριπίδη, καθώς αναλογίζεται τη ζεστή φροντίδα που του έδειχνε πάντοτε ο Πενθέας.
Μετά από ένα δίστιχο του Χορού, που εκφράζει συμπάθεια για τη δυστυχία του Κάδμου, αλλά χαρακτηρίζει δίκαια την τιμωρία του Πενθέα, ακολουθεί ένα κενό, που θα κάλυπτε τη σπαρακτική ρήση της Αγαύης και ένα μέρος από τα λόγια του Διονύσου, που εμφανίζεται πάλι στο τέλος ως «από μηχανής θεός» αυτή τη φορά. Εδώ προφανώς η Αγαύη θρηνούσε γοερά το νεκρό γιο της και αγκάλιαζε με οδυνηρή απόγνωση τα κατακρεουργημένα μέλη του. Στα λόγια του Διονύσου ακούμε για την τύχη που περιμένει τον Κάδμο και την Αρμονία, τη σύζυγο του, που ύστερα από πολλές δραματικές περιπέτειες θα καταλήξουν τελικά στη χώρα των Μακάρων, με την επέμβαση του Άρη, του πατέρα της Αρμονίας.
Σε μια σύντομη στιχομυθία ανάμεσα στο θεό και στον Κάδμο, ο τελευταίος διατυπώνει μια διαμαρτυρία για την άμετρη σκληρότητα της τιμωρίας και ο θεός κλείνει το διάλογο με ανυποχώρητη ωμότητα. Για την Αγαύη ο Διόνυσος στο χαμένο μέρος του λόγου του φαίνεται πως είχε ορίσει μια οδυνηρή εξορία. Τέλος πατέρας και κόρη αποχωρίζονται με ανείπωτο πόνο, ενώ τα τελευταία λόγια της Αγαύης απορρίπτουν παράφορα το θεό, δηλώνοντας πως ποτέ δε θα ήθελε να ξαναδεί τον Κιθαιρώνα και να ξαναθυμηθεί τους θύρσους...
Ο Χορός κλείνει το δράμα με τους γνωστούς στίχους και από άλλες τραγωδίες του Ευριπίδη («Άλκηστη», «Ανδρομάχη», «Μήδεια», «Ελένη»), στίχους που διαβεβαιώνουν ότι με την επέμβαση των θεών συμβαίνουν στους ανθρώπους αυτά που δεν περιμένουν.
Από τη Διονυσιακή λατρεία άρχισε η αττική τραγωδία και σ' αυτήν καταλήγει για μας με αυτό το στερνό δράμα του Ευριπίδη, σηματοδοτώντας και το τέλος του μεγάλου 5ου αιώνα π.Χ. Τα προβλήματα όμως που θέτει είναι πάμπολλα και μερικά δημιουργούν μεγάλη δυσχέρεια στην ερμηνεία τους.
Ένα από αυτά είναι και ο τίτλος της τραγωδίας: Με το «Βάκχες» υπονοούνται οι Ασιάτισσες γυναίκες του Χορού, που συνοδεύουν τον «ξένο»-Διόνυσο, χωρίς να περιγράφεται η στολή τους, και συμμετέχουν στη δράση χτυπώντας τα τύμπανά τους και ψάλλοντας εξαίρετους ύμνους στο θεό τους; Ή πρόκειται για τις Θηβαίες Βάκχες, που οργιάζουν εκστασιασμένες στα βουνά, ξεσηκωμένες από το θεό, ντυμένες με τη χαρακτηριστική σκευή των Βακχών -τη νεβρίδα, δέρμα μικρού ελαφιού, και το θύρσο, κλαδί στεφανωμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού- και αθέατες στους θεατές, αν εξαιρέσεις την ανατριχιαστική εμφάνιση της Αγαύης στο τέλος του δράματος, επωμίζονται τον κυρίαρχο ρόλο του δραματικού έργου; Είναι αλήθεια ότι αρκετές τραγωδίες και των τριών τραγικών τιτλοφορούνται από το Χορό τους, δεν είναι εύκολο όμως να παρακάμψει κανείς και τις Θηβαίες Βάκχες, που τελετουργούν οργιαστικά στα βουνά, ένα περισσότερο που οι μοιραίες συνέπειες της δράσης τους αποτελούν τον κυριαρχικό πυρήνα του προβληματικού αυτού δράματος.
Το μέγα όμως πρόβλημα που τίθεται ολοφάνερα είναι η ιδεολογική κρίση του ρεαλιστή ποιητή, και παραμένει μυστήριο αξεδιάλυτο, καθώς δυσκολευόμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε το νόημά του. Για μεγάλο διάστημα οι σχετικές ερμηνείες κινήθηκαν στα δύο άκρα: Άλλοι έβλεπαν στο δράμα μια «παλινωδία» του ποιητή, μιαν αναίρεση της αθεΐας του, για την οποία κατηγορήθηκε από τον Αριστοφάνη στις «Θεσμοφοριάζουσες». Επηρεασμένος δηλαδή ο Ευριπίδης και από τις πρωτόγνωρες γι' αυτόν οργιαστικές λατρείες στη Μακεδονία, επιστρέφει στα γηρατειά του στην πίστη των θεών, είτε για να θωρακίσει τον εαυτό του μπροστά στην κατηγορία της αθεΐας και να τον αποκαταστήσει σε δημόσια ζητήματα, για τα οποία τον είχαν παρεξηγήσει, ή και από μια ειλικρινή πεποίθηση ότι η θρησκεία δεν πρέπει να υπόκειται στον έλεγχο της λογικής, αφού μάλιστα η έλλειψη πίστης δεν του είχε προσφέρει καμιά ικανοποίηση. Ο Μ. Κοπιδάκης αποφαίνεται χαρακτηριστικά: «Η τραγωδία αυτή είναι έργο ταπεινής μεταμέλειας του ορθολογιστή Ευριπίδη... Προς το τέλος της ζωής του ο τραγικότερος των τραγικών κατανόησε ότι, για να αντέξει ο άνθρωπος τη σκληρή πραγματικότητα, είναι ανάγκη να καταφεύγει, τουλάχιστον από καιρού εις καιρόν, στην παρηγοριά του παραλόγου, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε θρησκευτικού βιώματος».
Άλλοι όμως ερμηνευτές διαπίστωναν αντίθετα την έντονη διαμαρτυρία ενός φωτισμένου ανθρώπου για την αδυσώπητη συμφορά στην οποία μπορεί να οδηγήσει ο παραλογισμός στη θρησκεία.
Στις νεότερες ερμηνείες ωστόσο, που εγκαινίασε ο E.R. Dodds, εδραιώνεται η άποψη ότι, αντιμέτωπος ο ποιητής από πολύ νωρίς ιδιαίτερα όμως στη Μακεδονία, με τις άλογες μυστικιστικές λατρείες, ζει μέσα του τη σύγκρουση δύο κόσμων: της ζωής και της φύσης, της λογικής που μετατρέπεται σε υποκατάστατο της θρησκείας και φτάνει στα όρια του φανατισμού, όπως συμβαίνει στον Πενθέα, και του παράλογου στοιχείου της διονυσιακής έκστασης, που βρίσκεται έξω από τα όρια του ορθολογισμού, αυτό που χαρακτηρίζει τις Βάκχες, προσφέρει όμως τη λυτρωτική γαλήνη εκείνου που προστατεύεται μέσα στην πίστη της παράδοσης. Με μοναδική ένταση ο ποιητής απεικονίζει αυτήν την αντιφατικότητα, χωρίς όμως να ταυτίζεται με καμιά από τις δύο ακρότητες. Κατόρθωσε απλώς να μορφοποιήσει μέσα του αυτήν την αδυσώπητη σύγκρουση των δύο αντιμαχόμενων κόσμων, που φτάνει βαθιά μέσα στη ζωή του κάθε ανθρώπου, με αποτέλεσμα να διευρύνει την ευαισθησία του, πράγμα που φαίνεται πως αποτελεί και βασικό στόχο του ποιητή.
Αναλαμβάνοντας λοιπόν ο Ευριπίδης όλες τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της ύπαρξης του και ζώντας μέσα σ’ αυτή τη σκληρή ένταση, αποδεικνύεται ο τραγικότερος των τραγικών και ποιητής με όλη τη βαθιά σημασία της λέξης.
Αν και η γένεση της τραγωδίας προήλθε από τη Διονυσιακή λατρεία, το έργο αυτό είναι το μόνο που μας σώθηκε με διονυσιακό περιεχόμενο. Τον ίδιο μύθο είχε πραγματευθεί και ο Αισχύλος σε μια τετραλογία του που περιείχε έναν «Πενθέα», δράμα για το οποίο δε γνωρίζομε σχεδόν τίποτα. Μια άλλη τετραλογία του Αισχύλου, η «Λυκούργεια», περιείχε την αντίσταση στη διονυσιακή λατρεία και την τιμωρία του ομώνυμου βασιλιά της Θράκης. Πιθανόν πολλά μοτίβα των «Βακχών», να είχαν το πρότυπο τους σ' αυτές τις τετραλογίες του Αισχύλου.
Στον Πρόλογο ο Διόνυσος εμφανίζεται με τη μορφή ενός θηλυπρεπούς νεαρού λάτρη του από τη Λυδία, για να πραγματοποιήσει προφανώς ευχερέστερα την εκδίκηση που σχεδιάζει σ' αυτούς που αντιστέκονται στη λατρεία του. Μιλάει για τις περιπλανήσεις του ανά την Ασία και την άφιξη του στην πρώτη ελληνική πόλη, τη Θήβα, εκεί όπου γεννήθηκε ο ίδιος και βρίσκεται ο τάφος της κεραυνόπληκτης μητέρας του, της Σεμέλης. Συνεχίζει ύστερα με τη βακχική μανία που ενέβαλε στις αδελφές της μάνας του, για να τις τιμωρήσει, αφού τόλμησαν να αμφισβητήσουν τη θεϊκή καταγωγή του, αλλά και σε όλες τις γυναίκες της Θήβας, και τις έστειλε αλλοπαρμένες στα βουνά. (Παρά την πρόθεση για τιμωρία όμως οι γυναίκες αυτές βρίσκονται σε απόλυτη αγαλλίαση και ευδαιμονία μέσα στα θαυμαστά αγαθά της φύσης και ο ίδιος ο θεός που τις τιμώρησε γίνεται ο προστάτης τους, όταν ο Πενθέας, ο βασιλιάς της Θήβας, αποφασίζει να στείλει ενόπλους εναντίον τους. Εδώ φαίνεται όλη η αντιφατικότητα της διονυσιακής έκστασης.)
Στο τέλος του Προλόγου ο θεός, με τη μορφή πάντα του νεαρού λάτρη του, καλεί τις γυναίκες που τον ακολούθησαν από την Ασία και εδώ αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, να χτυπήσουν τα φρυγικά τους τύμπανα μπροστά στο παλάτι του Πενθέα, για να ακουστούν στην πόλη των Καδμείων, και ο ίδιος δηλώνει πως θα πάει στον Κιθαιρώνα, για να πάρει μέρος στους χορούς των Βακχών.
Στην Πάροδο ο Χορός, που βρίσκεται πάντα σε άμεση σχέση με το περιεχόμενο του δράματος, υμνεί το Διόνυσο με τη διπλή γέννηση, από τα σπλάχνα της κεραυνόπληκτης Σεμέλης και από το μηρό του Δία, μακαρίζει τους μύστες που αφιερώνουν τη ζωή τους στο θεό και καλεί σύσσωμη τη Θήβα να τρέξει στα βουνά και να πάρει μέρος στην οργιαστική λατρεία, εγκωμιάζοντας τη βακχική έκσταση με όλα τα σχετικά στοιχεία της, από την ορειβασία και την περιπλάνηση ως την ωμοφαγία και το καταβρόχθισμα της σάρκας του ζώου, «όπου κατοικεί η δύναμη του θεού».
Το Α' Επεισόδιο περιλαμβάνει μια σκηνή ανάμεσα στον Τειρεσία, τον Κάδμο και τον Πενθέα. Ο τυφλός μάντης έρχεται μόνος μπροστά στο παλάτι -με την επενέργεια του θεού προφανώς- φορώντας νεβρίδα και στεφάνι και κρατώντας το θύρσο, τη χαρακτηριστική σκευή των μυστών, για να προσκαλέσει τον Κάδμο να πάρουν μέρος κι αυτοί στη διονυσιακή λατρεία των Βακχών, σύμφωνα με την παράδοση των προγόνων, πανάρχαια όσο και ο χρόνος, όπως δηλώνει, παρά το γεγονός ότι η λατρεία αυτή φαίνεται πως τώρα μόλις έχει φτάσει στη Θήβα. Ο Τειρεσίας όμως είναι σοφός και γνωρίζει καλύτερα από τους σοφιστικούς υπαινιγμούς τη βαθιά θρησκευτική παράδοση του τόπου. Ο Κάδμος, που διακατέχεται από την ίδια διάθεση, είναι έτοιμος να πάρει το δρόμο για τα βουνά με τον Τειρεσία, για να συμμετάσχουν κι αυτοί στη λατρεία του θεού.
Η εμφάνιση των δυο υπέργηρων θιασωτών, που η αδυναμία τους βρίσκεται σε τέλεια αντίθεση με το βακχικό ενθουσιασμό τους, μπορεί να αγγίζει τα όρια του κωμικού, όπως τονίστηκε από πολλούς, όμως αποτελεί στοιχείο αποφασιστικό προκειμένου να εμπλουτιστεί η εικόνα της καταλυτικής δύναμης του θεού, όπως εκφράστηκε στην Πάροδο.
Ο Κάδμος, ανακοινώνοντας στον τυφλό μάντη την άφιξη του εγγονού του Πενθέα, φορέα της εξουσίας, προετοιμάζει τον επόμενο «αγώνα λόγων». Στη ρήση του Πενθέα ξεσπάει η δυσφορία και η οργή του για τη βακχική επιδημία που έχει πλήξει τις γυναίκες της πόλης, μερικές από τις οποίες έχει ήδη συλλάβει και φυλακίσει, και δηλώνει πως σκοπεύει τώρα να ασχοληθεί και με τον «ξένο» που διαδίδει την τρελή λατρεία -διαστρεβλώνει μάλιστα και την πραγματικότητα κατηγορώντας τον ότι άρπαξε τις γυναίκες από την πόλη, για να χαρεί την ακολασία της Αφροδίτης.
Όταν ύστερα από αρκετή ώρα αντιλαμβάνεται την παρουσία των δύο γερόντων, ερεθίζεται με την αλλόκοτη εμφάνισή τους και κατηγορεί τον Τειρεσία ότι «για να γεμίσει την τσέπη του» έγινε οπαδός του Διονυσιασμού. Απαντώντας ο Τειρεσίας υπερασπίζεται το Διόνυσο, που προσφέρει στους ανθρώπους το μοναδικό παυσίλυπο υγρό του κλήματος -πλάι στη Δήμητρα που παρέχει τη στεγνή τροφή- και χαρίζει τη μαντεία και την πολεμική δύναμη. Τέλος επιχειρεί μια ανασκευή του μύθου για τη γέννηση του θεού από το μηρό του Δία και, απηχώντας τάσεις της εποχής για τα σχετικά προβλήματα, λέει πως ο Δίας τύλιξε το γόνο του με τον αιθέρα, για να τον προφυλάξει από την οργή της Ήρας, και από την ομηρία του στην Ήρα προήλθε ο μύθος για τη γέννησή του από το μηρό του Δία!
Από τη μεριά του ο Κάδμος προσπαθεί να προσηλυτίσει τον εγγονό του στην καινούρια λατρεία, για να αποφύγει τη μοιραία σύγκρουση με την υπερδύναμη του θεού. Οργισμένος πάντα ο Πενθέας απειλεί πως θα καταστρέψει τη μαντική έδρα του Τειρεσία για τιμωρία του και θα συλλάβει τον «ξένο», που ξεσηκώνει τις γυναίκες, και θα τον τιμωρήσει με λιθοβολισμό. Ο Τειρεσίας καταγγέλλει την παραφροσύνη του βασιλιά και ετοιμάζεται να πάρει το δρόμο για τον Κιθαιρώνα μαζί με τον Κάδμο.
Στο 1ο Στάσιμο με τα δυο στροφικά ζεύγη ο Χορός εγκωμιάζει την ευφρόσυνη απελευθέρωση μέσα στη διονυσιακή έκσταση, αλλά και τη μετρημένη ψυχική γαλήνη που χαρίζει ο θεός στους ανθρώπους, πλούσιους και φτωχούς, με τα πολύτιμα δώρα του.
Στο Β' σύντομο Επεισόδιο ένας δούλος, φανερά εντυπωσιασμένος, διηγείται στον Πενθέα πώς πιάσανε τον «ξένο», χωρίς να προβάλει καμιά αντίσταση, και πώς έπεσαν οι αλυσίδες από τις φυλακισμένες Βάκχες, που τρέχουν πάλι ελεύθερες στα λιβάδια χοροπηδώντας. Αληθινά θαύματα! Ύστερα ο Πενθέας, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει απορίες του, σε μια στιχομυθία ανακρίνει τον «ξένο», που απαντάει ατάραχος με αοριστίες και υπεκφυγές, και τέλος δίνει διαταγή να τον φυλακίσουν απειλώντας και τις γυναίκες του Χορού πως θα τις πουλήσει στα ξένα ή θα τις υποχρεώσει να υπηρετούν ως σκλάβες.
Στο 2ο Στάσιμο ο Χορός, με αφορμή τη σύλληψη του αρχηγού του, καλεί πρώτα τη Δίρκη, που δέχτηκε το βρέφος του Δία, να αντιδράσει καταγγέλλει τη βαρβαρότητα του Πενθέα και παρακαλεί το Διόνυσο να έρθει να βοηθήσει, αφήνοντας τα αγαπημένα του μέρη, όπως η Πιερία. (Εδώ η αναφορά στην Πιερία μας θυμίζει ότι ο Ευριπίδης έγραψε το έργο αυτό στη Μακεδονία.)
Το εκτενές Γ' επεισόδιο αποτελεί το επιβλητικό κέντρο του δράματος που το συνθέτουν τρία μέρη. Σε μια πρώτη λυρική σκηνή του αρχικού μέρους ο Διόνυσος άκουσε την επίκληση του Χορού και μέσα από το παλάτι αντηχεί η φωνή του, που καλεί το σεισμό και τον κεραυνό να χτυπήσουν τον οίκο του Πενθέα. Ο Χορός βλέπει να τραντάζεται το επιστύλιο και φλόγες να ανεβαίνουν από τον τάφο της Σεμέλης και πέφτει έντρομος στη γη. Είναι γεγονός ότι η φλόγα σιγόκαιγε μόνιμα στον τάφο της μητέρας του Διόνυσου, οι ρωγμές όμως και το σώριασμα του παλατιού σε ερείπια, κατά τη γνώμη πολλών μελετητών, πρέπει να αποδοθεί σε μια ομαδική παράκρουση του Χορού, που προκλήθηκε από υποβολή.
Στη δεύτερη σκηνή του ίδιου μέρους παρουσιάζεται ο Διόνυσος με τη μορφή του «ξένου» και αφηγείται τα όσα θαυμαστά έγιναν μέσα στο παλάτι: Πώς ο Πενθέας έδεσε αντίς γι' αυτόν έναν ταύρο, πώς ο θεός τράνταξε το παλάτι και δυνάμωσε τις φλόγες της πυράς και πώς ο βασιλιάς βρίσκεται τώρα αμήχανος μέσα στην αυλή του γκρεμισμένου σπιτιού του.
Στην τρίτη σκηνή του πρώτου πάντα μέρους ορμάει από το παλάτι ο Πενθέας και βλέπει κατάπληκτος τον «ξένο» ελεύθερο. Στη σύντομη στιχομυθία τους δεν προλαβαίνει να διευκρινίσει τι πρόκειται να κάνει, γιατί εμφανίζεται ένας Αγγελιοφόρος, που καλύπτει με τη ρήση του το δεύτερο μέρος αυτού του Επεισοδίου. Στην αγγελική αυτή ρήση, όπως και στη δεύτερη που θα ακολουθήσει, η επική τέχνη του ποιητή φτάνει στο αποκορύφωμα της. «Το θαύμα της διονυσιακής έκστασης και, κυρίως, η αντιφατική φύση της λατρείας αποδίδονται με την αμεσότητα μιας συγκλονιστικής εμπειρίας», σημειώνει ο Lesky.
Όταν οι βοσκοί με την ανατολή του ηλίου οδηγούν τα κοπάδια τους στο βουνό, αντικρίζουν τρεις θιάσους των γυναικών με επικεφαλής την Αγαύη, την Ινώ και την Αντονόη, τις κόρες του Κάδμου, να κοιμούνται ήρεμα. Όταν ξυπνούν, ξεδιπλώνονται εικόνες βαθύτατης οικείωσης με τη φύση: Φίδια γλείφουν τα μάγουλά τους, ζαρκάδια θηλάζουν τους μαστούς τους, νερό, γάλα και μέλι πετιούνται από τους βράχους και το χώμα στο χτύπημα των γυναικών. Ενώ οι βοσκοί εντυπωσιασμένοι σχολιάζουν το ειδυλλιακό θέαμα, ένας «αγύρτης αθυρόστομος» προτείνει να συλλάβουν την Αγαύη, για να προσφέρουν εκδούλευση στο βασιλιά τους. Όταν το επιχειρούν, εξαγριωμένες οι μαινάδες ορμούν και κατασπαράζουν τα κοπάδια, ξεχύνονται στα χωριά και στους κάμπους και κυνηγούν με τους θύρσους τους οπλισμένους άνδρες που αντιστέκονται, και ύστερα άτρωτες οι ίδιες επιστρέφουν στη γαλήνη της φύσης, από όπου τις είχε αποσπάσει η αδιάκριτη περιέργεια των βοσκών. Η αφήγηση του Αγγελιοφόρου τελειώνει με μια τρίτη και τελευταία σύσταση στο βασιλιά να δεχτεί αυτόν τον παντοδύναμο θεό και να μην τον μάχεται αστόχαστα.
Στο τρίτο μέρος του κεντρικού αυτού Επεισοδίου προετοιμάζεται η τροπή για την καταστροφή του θεομάχου Πενθέα και το θρίαμβο του ακαταμάχητου θεού. Στην αρχή ο βασιλιάς ξεσπάει σε άγριες απειλές πως θα αντιμετωπίσει τις έξαλλες γυναίκες με πλήρη στρατιωτικό εξοπλισμό, εντελώς ανεπηρέαστος από τα θαύματα που του αφηγήθηκε ο Αγγελιοφόρος και παρά την προειδοποίηση του «ξένου» πως ο Βρόμιος δε θα ανεχθεί μια τέτοια επίθεση εναντίον των Βακχών του.
Η οργή του Πενθέα μεταστρέφεται μόνο όταν ο «ξένος» τον ρωτάει αν θα ήθελε να δει τις γυναίκες συγκεντρωμένες στο βουνό. Πολλές θεωρίες διατυπώθηκαν, για να δικαιολογήσουν αυτήν την αναπάντεχη μεταστροφή, με πιο πειστική την άποψη ότι εδώ κυριαρχεί η επενέργεια του θεού, που μεθοδεύει το σκοπό του οδηγώντας τον άνθρωπο στην παραφροσύνη. Ο «ξένος» μάλιστα του προτείνει να ντυθεί με τη χαρακτηριστική σκευή των μαινάδων, για να μπορέσει απρόσκοπτα να κατασκοπεύσει τις Βάκχες στο βουνό. Έτσι τα πράγματα οδηγούνται μέχρι την πλήρη εξολόθρευση του Πενθέα.
Στο 3ο Στάσιμο, με την εξαίρετη ποιητική χάρη, ο Χορός καμαρώνει το χαριτωμένο ζαρκάδι, που ξεφεύγει τα σκυλιά των κυνηγών και τρελό από τη χαρά του γυροφέρνει στους κάμπους και στα δάση, εγκωμιάζει την ακατάλυτη δύναμη του θείου μέσα στο χρόνο που τιμωρεί όσους τυφλούς δεν τη βλέπουν, αποφαίνεται με σιγουριά ότι σοφία είναι «η νίκη πάνω στα κεφάλια των εχθρών» και μακαρίζει όσους ζουν το σήμερα με χαρά και ηδονή.
Στο σύντομο Δ' Επεισόδιο ο Διόνυσος υποδέχεται έναν Πενθέα, ντυμένον πια με τη στολή της Βάκχας, σε πλήρη παράκρουση κάτω από τη θεία επενέργεια: Βλέπει διπλό τον ήλιο, διπλή τη Θήβα, το θεό ως ταύρο, και νιώθει πως μπορεί να σηκώσει στις πλάτες του τον Κιθαιρώνα! Ο θεός, με τη μορφή του «ξένου» πάντα, σαρκάζοντας επιμελείται τις λεπτομέρειες της στολής του και του υπόσχεται πως θα επιστρέψει στα χέρια της μητέρας του, ακριβώς όπως θα συμβεί στην έσχατη κορύφωση της φρίκης...
Στο 4ο Στάσιμο ο Χορός καλεί το θεό και όλες τις θεϊκές δυνάμεις να τιμωρήσουν επάξια τον ανόσιο θεομάχο, προοικονομώντας την αγγελική ρήση με την ανατριχιαστική μοίρα του Πενθέα, και επανέρχεται στο γνωστό μοτίβο ότι μόνο η ευλαβική ολιγάρκεια προστατεύει την ανθρώπινη ευτυχία.
Η Έξοδος αρχίζει με μια αριστουργηματική πάλι αγγελική ρήση, που περιγράφει στην αρχή την ήρεμη και ευφρόσυνη βακχική δραστηριότητα στα βουνά, ώσπου ο «ξένος» με θαυμαστή ευχέρεια λυγίζει ένα κλαδί πεύκου και εκσφενδονίζει τον Πενθέα στην κορφή του, για να παρακολουθήσει από εκεί καλύτερα τα καμώματα των Μαινάδων. Ύστερα εξαφανίζεται και ακούγεται στον αιθέρα η φωνή του θεού, συνοδευμένη μάλιστα και με μια αστραπή, που παραδίδει τον Πενθέα στην εκδικητική μανία των Βακχών. Εκείνες ξεριζώνοντας το δέντρο ορμούν απάνω του και, παρά τις παρακλήσεις του προς τη μάνα του να τον λυπηθεί, τον κατασπαράζουν άγρια.
Η Αγαύη έχει μπήξει το κεφάλι του στο θύρσο της ως τρόπαιο και τρέχει μόνη της κατά την πόλη να τον επιδείξει, ενώ οι αδελφές της με τις άλλες μαινάδες παραμένουν στο βουνό.
Πριν από την ανατριχιαστική είσοδο στη σκηνή της Αγαύης ο Χορός σε μια σύντομη στροφή αλαλάζει για την πραγματοποίηση της εκδίκησης του θεού, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποφύγει και τη φρίκη του για την παραφροσύνη της μάνας, που κουβαλάει περήφανη το κεφάλι του γιου της ως έπαθλο, νομίζοντας πως πρόκειται για το κεφάλι μικρού λιονταριού! Με την είσοδο της Αγαύης κορυφώνεται η φρίκη, και ο Χορός ακόμα συνειδητοποιεί την τραγική δυστυχία της μάνας, όταν αυτή καλεί ολόκληρη τη Θήβα να καμαρώσει το θρίαμβο της!
Όταν καταφθάνει στη σκηνή και ο Κάδμος με τα σπαραγμένα μέλη του Πενθέα, που με πολύν κόπο περισυνέλεξε στον Κιθαιρώνα, με κατάλληλες -ψυχιατρικές σχεδόν- ερωτήσεις προκαλεί σιγά σιγά την αφύπνιση της Αγαύης, που συνειδητοποιεί επιτέλους τι έχει γίνει και καταλαβαίνει την απάνθρωπη εκδίκηση του Διονύσου, που την οδηγεί σε άκρα απόγνωση. Ο Κάδμος ξεσπάει σε γοερό θρήνο για εγγονό του με τόνους μοναδικής τρυφερότητας, όπως συμβαίνει συχνά μόνο στον Ευριπίδη, καθώς αναλογίζεται τη ζεστή φροντίδα που του έδειχνε πάντοτε ο Πενθέας.
Μετά από ένα δίστιχο του Χορού, που εκφράζει συμπάθεια για τη δυστυχία του Κάδμου, αλλά χαρακτηρίζει δίκαια την τιμωρία του Πενθέα, ακολουθεί ένα κενό, που θα κάλυπτε τη σπαρακτική ρήση της Αγαύης και ένα μέρος από τα λόγια του Διονύσου, που εμφανίζεται πάλι στο τέλος ως «από μηχανής θεός» αυτή τη φορά. Εδώ προφανώς η Αγαύη θρηνούσε γοερά το νεκρό γιο της και αγκάλιαζε με οδυνηρή απόγνωση τα κατακρεουργημένα μέλη του. Στα λόγια του Διονύσου ακούμε για την τύχη που περιμένει τον Κάδμο και την Αρμονία, τη σύζυγο του, που ύστερα από πολλές δραματικές περιπέτειες θα καταλήξουν τελικά στη χώρα των Μακάρων, με την επέμβαση του Άρη, του πατέρα της Αρμονίας.
Σε μια σύντομη στιχομυθία ανάμεσα στο θεό και στον Κάδμο, ο τελευταίος διατυπώνει μια διαμαρτυρία για την άμετρη σκληρότητα της τιμωρίας και ο θεός κλείνει το διάλογο με ανυποχώρητη ωμότητα. Για την Αγαύη ο Διόνυσος στο χαμένο μέρος του λόγου του φαίνεται πως είχε ορίσει μια οδυνηρή εξορία. Τέλος πατέρας και κόρη αποχωρίζονται με ανείπωτο πόνο, ενώ τα τελευταία λόγια της Αγαύης απορρίπτουν παράφορα το θεό, δηλώνοντας πως ποτέ δε θα ήθελε να ξαναδεί τον Κιθαιρώνα και να ξαναθυμηθεί τους θύρσους...
Ο Χορός κλείνει το δράμα με τους γνωστούς στίχους και από άλλες τραγωδίες του Ευριπίδη («Άλκηστη», «Ανδρομάχη», «Μήδεια», «Ελένη»), στίχους που διαβεβαιώνουν ότι με την επέμβαση των θεών συμβαίνουν στους ανθρώπους αυτά που δεν περιμένουν.
Από τη Διονυσιακή λατρεία άρχισε η αττική τραγωδία και σ' αυτήν καταλήγει για μας με αυτό το στερνό δράμα του Ευριπίδη, σηματοδοτώντας και το τέλος του μεγάλου 5ου αιώνα π.Χ. Τα προβλήματα όμως που θέτει είναι πάμπολλα και μερικά δημιουργούν μεγάλη δυσχέρεια στην ερμηνεία τους.
Ένα από αυτά είναι και ο τίτλος της τραγωδίας: Με το «Βάκχες» υπονοούνται οι Ασιάτισσες γυναίκες του Χορού, που συνοδεύουν τον «ξένο»-Διόνυσο, χωρίς να περιγράφεται η στολή τους, και συμμετέχουν στη δράση χτυπώντας τα τύμπανά τους και ψάλλοντας εξαίρετους ύμνους στο θεό τους; Ή πρόκειται για τις Θηβαίες Βάκχες, που οργιάζουν εκστασιασμένες στα βουνά, ξεσηκωμένες από το θεό, ντυμένες με τη χαρακτηριστική σκευή των Βακχών -τη νεβρίδα, δέρμα μικρού ελαφιού, και το θύρσο, κλαδί στεφανωμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού- και αθέατες στους θεατές, αν εξαιρέσεις την ανατριχιαστική εμφάνιση της Αγαύης στο τέλος του δράματος, επωμίζονται τον κυρίαρχο ρόλο του δραματικού έργου; Είναι αλήθεια ότι αρκετές τραγωδίες και των τριών τραγικών τιτλοφορούνται από το Χορό τους, δεν είναι εύκολο όμως να παρακάμψει κανείς και τις Θηβαίες Βάκχες, που τελετουργούν οργιαστικά στα βουνά, ένα περισσότερο που οι μοιραίες συνέπειες της δράσης τους αποτελούν τον κυριαρχικό πυρήνα του προβληματικού αυτού δράματος.
Το μέγα όμως πρόβλημα που τίθεται ολοφάνερα είναι η ιδεολογική κρίση του ρεαλιστή ποιητή, και παραμένει μυστήριο αξεδιάλυτο, καθώς δυσκολευόμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε το νόημά του. Για μεγάλο διάστημα οι σχετικές ερμηνείες κινήθηκαν στα δύο άκρα: Άλλοι έβλεπαν στο δράμα μια «παλινωδία» του ποιητή, μιαν αναίρεση της αθεΐας του, για την οποία κατηγορήθηκε από τον Αριστοφάνη στις «Θεσμοφοριάζουσες». Επηρεασμένος δηλαδή ο Ευριπίδης και από τις πρωτόγνωρες γι' αυτόν οργιαστικές λατρείες στη Μακεδονία, επιστρέφει στα γηρατειά του στην πίστη των θεών, είτε για να θωρακίσει τον εαυτό του μπροστά στην κατηγορία της αθεΐας και να τον αποκαταστήσει σε δημόσια ζητήματα, για τα οποία τον είχαν παρεξηγήσει, ή και από μια ειλικρινή πεποίθηση ότι η θρησκεία δεν πρέπει να υπόκειται στον έλεγχο της λογικής, αφού μάλιστα η έλλειψη πίστης δεν του είχε προσφέρει καμιά ικανοποίηση. Ο Μ. Κοπιδάκης αποφαίνεται χαρακτηριστικά: «Η τραγωδία αυτή είναι έργο ταπεινής μεταμέλειας του ορθολογιστή Ευριπίδη... Προς το τέλος της ζωής του ο τραγικότερος των τραγικών κατανόησε ότι, για να αντέξει ο άνθρωπος τη σκληρή πραγματικότητα, είναι ανάγκη να καταφεύγει, τουλάχιστον από καιρού εις καιρόν, στην παρηγοριά του παραλόγου, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε θρησκευτικού βιώματος».
Άλλοι όμως ερμηνευτές διαπίστωναν αντίθετα την έντονη διαμαρτυρία ενός φωτισμένου ανθρώπου για την αδυσώπητη συμφορά στην οποία μπορεί να οδηγήσει ο παραλογισμός στη θρησκεία.
Στις νεότερες ερμηνείες ωστόσο, που εγκαινίασε ο E.R. Dodds, εδραιώνεται η άποψη ότι, αντιμέτωπος ο ποιητής από πολύ νωρίς ιδιαίτερα όμως στη Μακεδονία, με τις άλογες μυστικιστικές λατρείες, ζει μέσα του τη σύγκρουση δύο κόσμων: της ζωής και της φύσης, της λογικής που μετατρέπεται σε υποκατάστατο της θρησκείας και φτάνει στα όρια του φανατισμού, όπως συμβαίνει στον Πενθέα, και του παράλογου στοιχείου της διονυσιακής έκστασης, που βρίσκεται έξω από τα όρια του ορθολογισμού, αυτό που χαρακτηρίζει τις Βάκχες, προσφέρει όμως τη λυτρωτική γαλήνη εκείνου που προστατεύεται μέσα στην πίστη της παράδοσης. Με μοναδική ένταση ο ποιητής απεικονίζει αυτήν την αντιφατικότητα, χωρίς όμως να ταυτίζεται με καμιά από τις δύο ακρότητες. Κατόρθωσε απλώς να μορφοποιήσει μέσα του αυτήν την αδυσώπητη σύγκρουση των δύο αντιμαχόμενων κόσμων, που φτάνει βαθιά μέσα στη ζωή του κάθε ανθρώπου, με αποτέλεσμα να διευρύνει την ευαισθησία του, πράγμα που φαίνεται πως αποτελεί και βασικό στόχο του ποιητή.
Αναλαμβάνοντας λοιπόν ο Ευριπίδης όλες τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της ύπαρξης του και ζώντας μέσα σ’ αυτή τη σκληρή ένταση, αποδεικνύεται ο τραγικότερος των τραγικών και ποιητής με όλη τη βαθιά σημασία της λέξης.